- ἐπώμοσε
- ἐπόμνυμιswear afteraor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βουλαίος — βουλαῑος, α, ον (Α) [βουλή] 1. (για θεούς) αυτός που ανήκει στη Βουλή ή έχει σχέση μ αυτήν (π. χ. «τὴν Ἑστίαν ἐπώμοσε τὴν βουλαίαν» ορκίσου στην Εστία της οποίας το άγαλμα είναι στημένο στο Βουλευτήριο) 2. (για θνητούς) φρ. «θεῶν βουλαῑος»… … Dictionary of Greek
κἀπώμοσ' — ἀπώμοσα , ἀπόμνυμι take an oath away from aor ind act 1st sg ἀπώμοσε , ἀπόμνυμι take an oath away from aor ind act 3rd sg ἐπώμοσα , ἐπόμνυμι swear after aor ind act 1st sg ἐπώμοσε , ἐπόμνυμι swear after aor ind act 3rd sg ἐπώμοσι , ἐπώμοσις… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπώμοσ' — ἐπώμοσα , ἐπόμνυμι swear after aor ind act 1st sg ἐπώμοσε , ἐπόμνυμι swear after aor ind act 3rd sg ἐπώμοσι , ἐπώμοσις swearing to fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)